Μια φορά και έναν καιρό ζούσαν σ’ ένα χωριουδάκι δύο γριούλες.

Τη μια την έλεγαν κυρα- Καλή, γιατί ήταν ευγενική και καλόψυχη

και την άλλη την έλεγαν κυρα-Κακή , γιατί ήταν απότομη, αγενής 

και κακόψυχη.

 

 

 

 

 

 

 

 

-Ποια είναι η γνώμη μου; Μα τι είναι αυτά που με ρωτάτε; απάντησε εκείνη.

Έχουν όλοι τους το μαύρο τους το χάλι!

 

Τι να πω για τον Φλεβάρη; Τον σιχαίνομαι, γιατί  έρχονται οι Απόκριες, ο κόσμος διασκεδάζει και σκορπάμε τα λεφτά μας. Όλο έξοδα είναι αυτός ο μήνας.

 

 

Ο Απρίλης πάλι με το Πάσχα, έχει γλέντια, πασχαλινά δώρα,λαμπάδες

 για τα παιδιά και πολλά έξοδα. Εγώ όμως δε θέλω να κάνω συνέχεια δουλειές και να σκορπίζω τα χρήματά μου στα δώρα.

 

Τον Ιούνιο αρχίζουν οι ζέστες, 

κλείνουν τα σχολεία 

και τα κακομαθημένα παιδιά

ξεχύνονται στους δρόμους,

 φωνάζοντας με τις τσιριχτές φωνές τους.

 

Ο Αύγουστος είναι σκέτο 

λιοπύρι.

Δεν ξέρει τι του γίνεται.

Από τη μια οι καύσωνες

 και από την άλλη τα μελτέμια.

Οι διακοπές τελειώνουν και αδειάζουν τα χωριά.

Ευτυχώς ησυχάζει το κεφάλι μας.

 

Τον Οκτώβρη,

μικραίνει η μέρα 

και κοιμόμαστε με τις κότες.

Και αυτά τα χρυσάνθεμα...

Πως βρωμάνε έτσι;

 

Τέλος ,

ο Δεκέμβρης με τα 

Χριστούγεννα :

δώρα, κάλαντα χιόνι, παγωνιά!

Γι΄αυτό σας λέω.

Κανείς τους δεν αξίζει...

είναι όλοι τους στραβοί και ανάποδοι!

 

 

Μια μέρα η κυρα- Κακή πήγε στο βουνό να μαζέψει ξύλα, γιατί έκανε πολύ κρύο. Ξαφνικά βλέπει μπροστά της δώδεκα παλικάρια. Ήταν οι δώδεκα μήνες του χρόνου.

-Γεια σου, γιαγιά, της λένε.

-Δε με παρατάτε ήσυχη! Απάντησε εκείνη.

-Πες μας, γιαγιά, ποια είναι η γνώμη σου για τους δώδεκα μήνες του Χρόνου;

 

Όσο για το Μάρτη; Πότε κλαίει, πότε γελάει. Άσε που είμαι και αλλεργική 

στα λουλούδια. Και αυτή η γύρη από τα δέντρα, με κάνει και...αψούουου... φτερνίζομαι.

 

Τι να πω για τον Ιούλιο;

Αρχίζουν τα μπάνια στη θάλασσα,

 βρεχόμαστε σαν τα παπιά 

και δε μ’αρέσει καθόλου

 

 

Το Σεπτέμβρη με τον τρύγο, 

με κουράζει να πατώ 

τα σταφύλια.

Κι αυτή η απαίσια μυρωδιά 

με ζαλίζει και παραπατάω.

 

 

Αχ αυτός ο Νοέμβρης 

με τις βροχές του!

Γινόμαστε μούσκεμα

και γεμίζουν λάσπες τα παπούτσια μας!

 

 

 

Οι δώδεκα μήνες

δυσαρεστήθηκαν μαζί της,

επειδή τίποτα καλό

δεν είχε να πει γι’αυτούς.

Της έδωσαν ένα τσουβαλάκι 

και της είπαν να το ανοίξει 

όταν θα πήγαινε σπίτι της.

 

Όταν έφτασε,

το άνοιξε 

και τότε πετάχτηκαν από μέσα

κατσαρίδες, φίδια,

σαρανταποδαρούσες,

σκορπιοί, αράχνες

και κάθε είδους ζωύφιο.