ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΗΣ ΚΟΚΚΙΝΟΣΚΟΥΦΙΤΣΑΣ...ΑΛΛΙΩΣ

 

Ο ΛΥΚΟΣ ΚΑΙ Η ΚΑΚΙΑ ΚΟΚΚΙΝΟΣΚΟΥΦΙΤΣΑ

 

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα μικρό λυκάκι που ζούσε ευτυχισμένο με την οικογένειά του στο δάσος.

Μια μέρα η μαμά του, του έβαλε φαγητά και γλυκά σε ένα καλαθάκι για να τα πάει στην άρρωστη γιαγιά του. Του είπε να μην πάει από την πόλη γιατί ήταν επικίνδυνα και ότι ο πιο ασφαλής δρόμος ήταν από το δάσος.

Το λυκάκι έφυγε από το σπίτι. Όμως δεν άκουσε την μαμά τον και επειδή ήταν και πολύ περίεργο αποφάσισε να πάει από την πόλη για να δει από κοντά πως ήταν. Περπατούσε κρυφά, κρυφά από θάμνο σε θάμνο για να μην το δει κανένας. Σε λίγο όμως  μεσημέριασε και όλοι μαζεύτηκαν στα σπίτια τους. Το λυκάκι ξεθάρρεψε και άρχισε να περπατάει στο δρόμο χωρίς να ξέρει τι κίνδυνος το παραφυλούσε.

Ξαφνικά όπως περπατούσε άκουσε έναν περίεργο Θόρυβο. Γύρισε πίσω τον μα δεν είδε τίποτα και συνέχισε να περπατάει. Τότε εμφανίστηκε μπροστά τον η κακιά Κοκκινοσκουφίτσα, που όλοι στην πόλη την φοβόντουσαν, και το ρώτησε: - Τι έχεις στο καλαθάκι σον λυκάκι:

- Τίποτα, τίποτα! απάντησε το λυκάκι.

- Μα εμένα κάτι μου μυρίζει κι αν δεν μου πεις αμέσως Θα σον σπάσω τα μούτρα. - Καλά, καλά θα σον πω, αρκεί να μην με χτυπήσεις. 'Έχω φαγητά και γλυκά για την άρρωστη γιαγιά μου.

- Ωραία λοιπόν δώσ' τα αμέσως γιατί πεινάω.

- Μα είναι για την γιαγιά μου.

H Κοκκινοσκουφίτσα όρμισε πάνω στο λυκάκι για να τον πάρει το καλαθάκι. Μία κυρία που παρακολουθούσε από το παράθυρό της και αγαπούσε πολύ τα ζώα, έτρεξε φωνάζοντας για να βοηθήσει το λυκάκι. H Κοκκινοσκουφίτσα ξαφνιάστηκε και τότε το λυκάκι βρήκε την ευκαιρία να το σκάσει.

Την Κοκκινοσκουφίτσα την τιμώρησαν βάζοντάς την να κάνει δουλειές για όλη τη πόλη και το λυκάκι πήρε ένα καλό μάθημα. Να μην παρακούει ποτέ την μαμά του.

 

Σ.Σ.

 

0 ΛΥΚΟΣ

 

Μια ανοιξιάτικη μέρα στο δάσος με τα όμορφα λουλούδια και δέντρα υπήρχε το σπίτι του λύκου που θα έπαιρνε ένα καλάθι γεμάτο με τρόφιμα για να το πάει στην γιαγιά του που ήταν άρρωστη και χρειαζόταν φροντίδα και συντροφιά.

Ξεκίνησε λοιπόν μέσα από το δάσος για να πάει σrην γιαγιά του.

Εκείνες τις μέρες ήταν μέσα στο δάσος η ως γνωστή κακιά κοκκινοσκουφίτσα.

0 Λύκος την είδε στην διαδρομή του και η κοκκινοσκουφίτσα τοu έκανε τις συνηθισμένες ερωτήσεις, ο λύκος όμως της είπε και για την γιαγιά του που ήταν άρρωστη.

Έτσι λοιπόν η κακιά κοκκινοσκουφίτσα πήγε πιο γρήγορα στο σπίτι της γιαγιάς του λύκου και έφαγε την γιαγιά τοu : Ύστερα ντύθηκε σαν την γιαγιά του λύκου και μόλις ήρθε και ο λύκος τότε η κοκκινοσκουφίτσα έφαγε τον λύκο και ζήσαμε εμείς .

 

 

Το κόκκινο λυκάκι

 

Μια φορά και ένα καιρό ήταν ένα λυκάκι με ένα κόκκινο σετάκι ρούχων, το φώναζαν Κόκκινο λυκάκι .Το κόκκινο λυκάκι έμενε με τη μαμά του σ'ένα μικρό σπιτάκι λίγο πιο πέρα από το δάσος.

Το κόκκινο λυκάκι είχε και μια άρρωστη γιαγιά. Αυτή του είχε δώσει τα κόκκινα ρούχα. Μια μέρα λοιπόν η κυρά Λύκαινα λέει στο κόκκινο λυκάκι. " γιατί δε πας αυτό το φαγητό στη γιαγιά;" και εκείνο απάντησε " κανένα πρόβλημα, και σου υπόσχομαι ότι αυτή τη

φορά δε Θα φάω όλο το φαγητό στο δρόμο." H κυρία Λύκαινα συμφώνησε με το κόκκινο λυκάκι, αλλά του είπε να προσέχει μέσα στο δάσος , που ήταν το σπίτι της γιαγιάς, γιατί υπάρχουν ύπουλοι άνθρωποι.

Το κόκκινο λυκάκι ξεκίνησε τη διαδρομή έχοντας στο μυαλό του τη συμβουλή της μαμάς του. Στη μέση περίπου της διαδρομής συνάντησε έναν άνθρωπο. Τότε ο άνθρωπος τον ρώτησε: "Πού πας;" Και εκείνο απάντησε " στη γιαγιά μου, όμως τώρα Θα αλλάξω δρόμο γιατί σε φοβάμαι." O άνθρωπος άρχισε να τρέχει για να φτάσει πρώτος. Εν τω μεταξύ το κόκκινο λυκάκι πήγαινε αργά και χαλαρά.

Τελικά ο άνθρωπος έφτασε πρώτος στο σπίτι της γιαγιάς, έσπασε τη πόρτα και μπήκε μέσα. H γιαγιά μόλις τον είδε τρόμαξε , όμως δεν μπορούσε να σηκωθεί από το κρεβάτι .Ο άνθρωπος φυσικά την έφαγε ,μπήκε κάτω από τα σκεπάσματα και περίμενε το κόκκινο λυκάκι : Όταν ήρθε το κόκκινο λυκάκι μπήκε μέσα χωρίς να χτυπήσει την πόρτα γιατί ήταν σπασμένη .Είδε τη γιαγιά και άρχισε να τη ρωτάει "Γιατί έχεις τόσο μικρά αυτιά;" Και αυτή απάντησε ."Μα για να δείχνω πιο όμορφη" "Α ααα και γιατί έχεις τόσο μικρή μύτη;" "Μα

για να πηγαίνει σετάκι με τα αυτιά." "Α ααα και γιατί έχεις τόσο μικρό στόμα;" "Μα για να σε φάω λίγο λίγο και να σ' ευχαριστηθώ. "Αααα, Α αααααααααα Παναγία μου εσύ

είσαι άνθρωπος. Αφού το κόκκινο λυκάκι κατάλαβε ότι κάτω από τα σκεπάσματα ήταν άνθρωπος το έβαλε στα πόδια, πάνω στο τρέξιμο είδε έναν ξυλοκόπο λύκο και του είπε "Βοήθα με σε παρακαλώ να ξεφύγω από τον άνθρωπο" Τότε ο ξυλοκόπος έπιασε τον άνθρωπο και τον κοπάνησε σ' ένα δέντρο. Μετά του άνοιξε τη κοιλιά γιατί άκουσε μια φωνή μέσα του. Μόλις άνοιξε τη κοιλιά του ανθρώπου ξεπετάχτηκε η γιαγιά σαν νέο παλικάρι λύκος. Αγκαλιάστηκε με το κόκκινο λυκάκι και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.

 

 

Γ.Ν.

 

O ΚΑΛΟΣ ΛΥΚΟΣ ΚΑΙ H ΚΑΚΙΑ ΚΟΚΚΙΝΟΣΚΟΥΦΙΤΣΑ

 

Μια φορά κι έναν καιρό μέσα στο δάσος υπήρχε ένα όμορφο σπιτάκι.

Εκεί ζούσε η κακιά Κοκκινοσκουφίτσα και η μαμά της. Η Κοκκινοσκουφίτσα φερόταν πολύ άσχημα στη μαμά της.

Μια μέρα η μαμά της της ζήτησε να πάει στο δάσος, στην άρρωστη γιαγιά της να της πάει φαγητό.

H Κοκκινοσκουφίτσα απάντησε:

- Βαριέμαι να πηγαίνω τόσο μακριά. Και γιατί να πάω εγώ και να μην πας εσύ;

-Σε παρακαλώ έχω να κάνω δουλειές στο σπίτι.

Όταν η μαμά έδωσε το καλαθάκι ατην Κοκκινοσκουφίτσα, ήταν λίγο βαρύ και της είπε:

Μαμά είναι πολύ βαρύ και δεν μπορώ να το πάρω.

- Μπορείς, μπορείς απλά βαριέσαι να πας. Α! Κοκκινοσκουφίτσα, σε παρακαλώ, θα μαζέψεις και λίγες φράουλες που αρέσουν στη γιαγιά σου για να χαρεί;

Καλά, καλά Θα δω.

Να προσέχεις!

Στο δρόμο που περπατούσε συνάντησε έναν Λύκο. Αυτός ο λύκος ήταν πολύ καλόκαρδος και η Κοκκινοσκουφίτσα του είπε:

Ε! Λύκε μπορείς να μου κρατήσεις λίγο το καλάθι;

Γιατί;

Γιατί θέλω να μαζέψω λουλουδάκια για τη γιαγιά μου.

Εντάξει, φέρτο μου!

Όταν του το έδωσε, έτρεξε και πήγε στο σπίτι της γιαγιάς.

-Ώστε με κορόιδεψε! Τώρα θα δει!

O λύκος ήξερε κι έναν πιο κοντινό δρόμο για να φτάσει στο σπίτι της γιαγιάς. Έτρεξε γρήγορα κι έφτασε προτού έρθει η Κοκκινοσκουφίτσα.

Εντωμεταξύ επειδή η Κοκκινοσκουφίτσα ήταν κακιά ήθελε να κάνει κακό στη γιαγιά της για να μην πηγαίνει κάθε μέρα εκεί. Όμως την πρόλαβε ο Λύκος.

Όταν ο λύκος έδωσε το φαγητό στη γιαγιά, είπε η γιαγιά:

Σ' ευχαριστώ, λύκε. Αχ! Η Κοκκινοσκουφίτσα δε μου μάζεψε φράουλες. Μην ανησυχείς! αα σου μαζέψω εγώ.

Σ' ευχαριστώ πάρα πολύ.

Όταν ο λύκος βγήκε για να μαζέψει φράουλες, ήρθε η Κοκκινοσκουφίτσα. Η Κοκκινοσκουφίτσα έψαχνε να δει αν ο λύκος ήταν εκεί για να κάνει κακό στη γιαγιά της. Όμως εκεί ήταν ο λύκος. Μάζεψε γρήγορα γρήγορα τις φράουλες και πήγε στο σπίτι της γιαγιάς. Όταν πήγε, βρήκε και την Κοκκινοσκουφίτσα εκεί.

Όταν έφαγε η γιαγιά, η Κοκκινοσκουφίτσα έφυγε. Ο Λύκος κάθισε να της κάνει Λίγο συντροφιά.

Και ζήσαμε εμείς καλά κι εσείς καλύτερα!

 

Ι.Α.

 

Μια φορά κι ένα καιρό ένα καιρό ζούσε στο δάσος μια πολύ καλή οικογένεια λύκων.

Μια μέρα η μητέρα λύκαινα έστειλε το λυκάκι να πάει ζεστή πίτα στη γιαγιά του, που

ζούσε στην άλλη άκρη του δάσους .Το συμβούλεψε όμως να προσέχει να μη συναντήσει τη

κακιά κοκκινοσκουφίτσα που ήταν ο φόβος και ο τρόμος μέσα στο δάσος.

Για κακιά του τύχη συναντήθηκαν και η κοκκινοσκουφίτσα έστειλε το λυκάκι από άλλο

δρόμο, με σκοπό να φτάσει αυτή πρώτη στη γιαγιά του λύκαινα.

Έτσι και έγινε.

Όταν έφτασε η κοκκινοσκουφίτσα άρπαξε τη γιαγιά λύκαινα και την έκρυψε μες στο

μπαούλο, ύστερα φόρεσε τη καλή της γούνα και ξάπλωσε στο κρεβάτι της.

Όταν έφτασε το λυκάκι έτρεξε κοντά της νομίζοντας ότι ήταν άρρωστη και τότε η

κοκκινοσκουφίτσα όρμησε να το σκοτώσει. Δεν πρόλαβε όμως γιατί ξαφνικά μπήκε η μαμά

λύκαινα και σκότωσε τη κοκκινοσκουφίτσα, ελευθέρωσε τη γιαγιά, ζήσανε πια ελεύθεροι

αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.

 

Έφη